Выбери любимый жанр

Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. - Страница 19


Изменить размер шрифта:

19

Ένας σπουδαστής τηλεγραφεί στον αδερφό του: Απέτυχα και για δεύτερη φορά στις εξετάσεις. Προετοίμασε τον μπαμπά.

Την άλλη μέρα ο αδερφός του του απαντά: Ο μπαμπάς είναι έτοιμος. Ετοιμάσου κι εσύ.

* * *

– Γιατρέ, λέει ο ασθενής, η διάγνωση των άλλων γιατρών είναι διαφορετική από τη δική σας (доктор, говорит больной, диагноз других врачей отличается от вашего; ο γιατρός).

– Το ξέρω, απαντά γελώντας ο γιατρός (знаю, отвечает, смеясь, врач; γελάω), η νεκροψία όμως θα αποδείξει (вскрытие, однако, докажет; αποδείχνω) ότι η δική μου διάγνωση είναι η σωστή (что мой диагноз верный)!

– Γιατρέ, λέει ο ασθενής, η διάγνωση των άλλων γιατρών είναι διαφορετική από τη δική σας.

– Το ξέρω, απαντά γελώντας ο γιατρός, η νεκροψία όμως θα αποδείξει ότι η δική μου διάγνωση είναι η σωστή!

* * *

Πελάτισσα (покупательница): Μπορεί αυτό το γούνινο παλτό να φορεθεί στη βροχή χωρίς να χαλάσει (можно это меховое пальто носить в дождь, чтобы не испортить; φοράω; φοριέμαι);

Γουναράς (продавец шуб; η γούνα – мех; шуба): Μα, κυρία μου, είδατε ποτέ κανένα ζώο να κρατάει ομπρέλα (а, сударыня моя, вы когда-нибудь видели животное с зонтиком: «держащее зонтик»; βλέπω; το ζώο; κρατάω);

Πελάτισσα: Μπορεί αυτό το γούνινο παλτό να φορεθεί στη βροχή χωρίς να χαλάσει;

Γουναράς: Μα, κυρία μου, είδατε ποτέ κανένα ζώο να κρατάει ομπρέλα;

* * *

– Πελάτης (клиент): Έλα εδώ γκαρσόν (иди сюда, официант)! Υπάρχει ένα αποτσίγαρο στην σούπα μου (тут: «имеется» окурок в моем супе; το αποτσίγαρο; η σούπα)!

– Γκαρσόν (официант): Ω συγνώμη (о, извините)! Πάω να φέρω αμέσως ένα τασάκι (пойду, принесу сейчас же пепельницу; πηγαίνω; φέρνω; το τασάκι)!

– Πελάτης: Έλα εδώ γκαρσόν! Υπάρχει ένα αποτσίγαρο στην σούπα μου!

– Γκαρσόν: Ω συγνώμη! Πάω να φέρω αμέσως ένα τασάκι!

* * *

Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας ήταν πυροσβέστες (Йорикас и Костикас были пожарными; ο πυροσβέστης).

Έπιασε φωτιά ένα σχολείο (загорелась: «взяла огонь» школа; πιάνω – брать, хватать; η φωτιά – пламя, огонь; пожар) και τρέχουν για να σώσουν τα παιδιά (и /они/ бегут, чтобы спасти детей; τρέχω; σώζω). Το σχολείο ήταν πολυεθνικό, είχε κινεζάκια, μαυράκια κλπ. (школа была многонациональной, имелись = там учились китайцы, негры и т. д.; είμαι; έχω; εθνικός – национальный, народный /ср. этнический/; μαύρος – черный).

Ανεβαίνει ο Γιωρίκας πάνω στην αίθουσα που ήταν τα παιδάκια (поднимается Йорикас наверх в зал, где были дети; το παιδί – ребенок; -άκι – уменьшит. суффикс) και ο Κωστίκας από κάτω κρατάει το «σεντόνι» (а Костикас внизу держит простыню) για να πέφτουν τα παιδιά ένα-ένα (чтобы дети падали по одному; πέφτω).

Αρχικά ρίχνει ο Γιωρίκας ένα μαυράκι (сначала бросает Йорикас негритенка), το βλέπει ο Κωστίκας, τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται το παιδάκι (его видит Костикас, тянет = убирает простыню, убивается ребенок). Μετά ξαναρίχνει ο Γιωρίκας ενα μαυράκι (потом снова бросает Йорикас негритенка; ξανα– – /прист./ снова, опять), το βλέπει ο Κωστίκας, τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται κ'αυτό το παιδάκι (видит его Костикас, оттаскивает простыню, убивается и этот ребенок).

Ρίχνει άλλα 3-4 μαυράκια και γίνεται το ίδιο (бросает еще 3–4 негритят и случается то же самое) οπότε λέει ο Κωστίκας (и тогда говорит Костикас) «Ρε Γιωρίκα, ρίχνε τα καλά ρε, όχι τα καμένα (слышь, Йорикас, бросай нормальных: «хороших», а не горелых; καμένος – горелый, жженый; καίω – жечь, сжигать; гореть)…»

Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας ήταν πυροσβέστες.

Έπιασε φωτιά ένα σχολείο και τρέχουν για να σώσουν τα παιδιά. Το σχολείο ήταν πολύ εθνικό, είχε κινεζάκια, μαυράκια κλπ.

Ανεβαίνει ο Γιωρίκας πάνω στην αίθουσα που ήταν τα παιδάκια και ο Κωστίκας από κάτω κρατάει το «σεντόνι» για να πέφτουν τα παιδιά ένα-ένα.

Αρχικά ρίχνει ο Γιωρίκας ένα μαυράκι, το βλέπει ο Κωστίκας τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται το παιδάκι. Μετά ξαναρίχνει ο Γιωρίκας ενα μαυράκι, το βλέπει ο Κωστίκας τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται κ'αυτό το παιδάκι.

Ρίχνει άλλα 3-4 μαυράκια και γίνεται το ίδιο οπότε λέει ο Κωστίκας «Ρε Γιωρίκα, ρίχνε τα καλά ρε, όχι τα καμένα…»

* * *

Κλείνουν φυλακή ένα Γερμανό, ένα Γάλλο και ένα Πόντιο ισόβια (сажают: «закрывают» в тюрьму немца, француза и понтийца пожизненно; κλείνω; η φυλακή).

Αποφασίζουν να τους χώσουν σε ένα μπουντρούμι (решают заточить: «упрятать» их в темницу; χώνω – забивать, вбивать; засовывать, прятать) και να μην έχουν επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο για όλη τους τη ζωή (и чтобы у них не было: «чтобы они не имели» связи с остальным миром всю свою жизнь; ο κόσμος).

Τους επιτρέπουν όμως να πάρουν από ένα αντικείμενο, (им разрешают, однако, взять один предмет; επιτρέπω; παίρνω) δικιάς τους επιλογής (по собственному выбору; η επιλογή).

Διαλέγει λοιπόν ο Γερμανός ένα σκάκι (итак, выбирает немец шахматы; διαλέγω; το σκάκι). «Μ΄αυτό θα περνάω τον καιρό μου (с ними буду проводить время; ο καιρός) είναι παιχνίδι που δεν το βαριέσαι ποτέ (это игра, которая никогда не надоест; βαριέμαι)

Ο Γάλλος διαλέγει μια τράπουλα (француз выбирает колоду карт).

«Μ΄αυτή μπορείς να παίξεις όχι ένα αλλά πολλά διαφορετικά παιχνίδια (с ней можешь играть не в одну, а во множество различных игр; παίζω; το παιχνίδι) και εγώ τα ξέρω όλα (и я их знаю все). Σίγουρα θα είμαι απασχολημένος για πολλά χρόνια (конечно, я буду занят на многие годы)

Διαλέγει και ο Πόντιος ένα κουτί tampon (выбирает понтиец упаковку тампонов).

«Καλά ρε, του λένε οι άλλοι δυο (да ладно, говорят ему двое других), τι θα κάνεις με αυτό; Χαζός είσαι (что ты будешь с этим делать? с ума сошел?)

Και τους απαντάει ο Πόντιος (понтиец им отвечает):

«Τι θα κάνω μ΄αυτό (что я буду с этим делать?); Διαβάστε εδώ τι γράφει (читайте, что здесь написано; διαβάζω):

Μπορείτε να κάνετε ιππασία, κολύμβηση, ορειβασία, θαλάσσια σπορ (можете заниматься верховой ездой, плаванием, альпинизмом, морским спортом)…»

Κλείνουν φυλακή ένα Γερμανό, ένα Γάλλο και ένα Πόντιο ισόβια.

Αποφασίζουν να τους χώσουν σε ένα μπουντρούμι και να μην έχουν επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο για όλη τους τη ζωή.

Τους επιτρέπουν όμως να πάρουν από ένα αντικείμενο, δικιάς τους επιλογής.

Διαλέγει λοιπόν ο Γερμανός ένα σκάκι. «Μ΄αυτό θα περνάω τον καιρό μου είναι παιχνίδι που δεν το βαριέσαι ποτέ.»

Ο Γάλλος διαλέγει μια τράπουλα.

«Μ΄αυτή μπορείς να παίξεις όχι ένα αλλά πολλά διαφορετικά παιχνίδια και εγώ τα ξέρω όλα. Σίγουρα θα είμαι απασχολημένος για πολλά χρόνια».

Διαλέγει και ο Πόντιος ένα κουτί tampon.

«Καλά ρε του λένε οι άλλοι 2 τι θα κάνεις με αυτό; Χαζός είσαι;

Και τους απαντάει ο Πόντιος:

«Τι θα κάνω μ΄αυτό; Διαβάστε εδώ τι γράφει:

Μπορείτε να κάνετε ιππασία, κολύμβηση, ορειβασία, θαλάσσια σπορ…»

* * *

– Γιατί οι Πόντιοι κρεμούν σκουλαρίκια στους τοίχους (зачем понтийцы вешают сережки на стены; κρεμώ; το σκουλαρίκι; ο τοίχος);

– Γιατί και οι τοίχοι εχουν αυτιά (потому что и у стен есть уши; το αυτί)…

– Γιατί οι Πόντιοι κρεμούν σκουλαρίκια στους τοίχους;

– Γιατί και οι τοίχοι εχουν αυτιά…

19
Перейти на страницу:
Мир литературы