Выбери любимый жанр

Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. - Страница 13


Изменить размер шрифта:

13
* * *

Δυο ψεύτες κάνουν διαγωνισμό (двое обманщиков соревнуются; ο διαγωνισμός) στο ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα (кто скажет самую большую ложь; λέω).

Λέει ο πρώτος δείχνοντας το καμπαναριό (говорит первый, показывая на колокольню; δείχνω):

– «Βλέπεις μια μύγα πάνω στην καμπάνα (видишь муху на колоколе; η μύγα; η καμπάνα)

Κι ο δεύτερος (а второй /отвечает/):

– «Εγώ δε βλέπω τη μύγα αλλά ακούω τα βήματα της (я не вижу мухи, но слышу ее шаги; το βήμα)

Δυο ψεύτες κάνουν διαγωνισμό στο ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα.

Λέει ο πρώτος δείχνοντας το καμπαναριό:

– «Βλέπεις μια μύγα πάνω στην καμπάνα;»

Κι ο δεύτερος:

– «Εγώ δε βλέπω τη μύγα αλλά ακούω τα βήματα της!»

* * *

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης (один грек умирает и попадает в приемную ада) και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι (и служащий ему сообщает, что) επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης (поскольку /он/ является подданным страны члена Европейского Союза), μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών (он может выбрать ад одной из стран-членов; διαλέγω).

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική (/тот/ думает немного и решает пойти в немецкий /ад/). Οργανωμένη χώρα σου λέει (организованная страна, говорит), τόσα χρόνια στην Ελλάδα τι κατάλαβα (столько лет в Греции что /я/ понял = видел), μου βγάλανε το λάδι (одни мучения; βγάζω το λάδι κάποιου – мучить, изнурять). Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση (по крайней мере, понюхаю = пойму, что значит Европа, хоть и в аду; παίρνω μυρωδιά). Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως (подходит он, значит, к воротам в немецкий ад). Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη (черный мрамор, начищенный до блеска, железные ворота; γυαλίζω – полировать) και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά (и наверху написано большими буквами АД по-немецки). Χτυπάει (стучит)… Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει (ему открывает безупречно одетый чиновник и спрашивает, что /ему/ надо).

– Να δω, του απαντά εκείνος, πώς είναι (посмотреть, отвечает ему тот, как /тут у вас/; βλέπω).

– Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος (даже и не думайте, отвечает ему чиновник)! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια (весь день нас избивают какими-то ужасными хлыстами; το μαστίγιο) και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά (а вечером нас помещают в какие-то ужасные бочки, полные дерьма; το βαρέλι; το σκατό)!! Φρίκη! Φρίκη (кошмар)!

Όπου φύγει-φύγει ο ρωμιός (унес оттуда ноги грек: «ромей»; ‘οπου φύγει-φύγει – /выраж./ удирать, уносить ноги; ο Ρωμιός – римлянин, гражданин Византийской Империи[2]; /часто ирон./ грек)… Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια (пробует оставшиеся преисподние, то же самое). Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση (и так, разочарованный, прибегает к последнему решению, греческому аду; απογοητεύω – разочаровывать; καταφεύγω – находить убежище, укрытие, спасаться бегством)!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη (итак, подходит он к внешней стороне ворот). Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη (ворота неухоженные, грязные) όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ (и на самом высоком уровне находится /написанное/ большими светящимися буквами слово АД; το σημείο – знак; место; το γράμμα). Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν (К и Л, естественно, не горят). Έτσι η επιγραφή γράφει -Ο-ΑΣΗ (таким образом, надпись гласит: «пишет» ОАЗИС; η όαση).

– Ελληνική ανοργανωσιά… μουρμουρίζει (/вот она/, греческая неорганизованность, бормочет)…

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους (приближаясь, слышит странный шум; ο θόρυβος)… Μοιάζουν με μουσική (похожий на музыку). Πλησιάζει περισσότερο (подходит ближе: «приближается больше»). Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα (музыка уже слышится отчетливо). Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ (бузуки, баглама и т. д.). Χτυπάει (стучит)… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει (ему открывает один человек с бутылкой: «держа бутылку» в руке, совершенно пьяный, и спрашивает его, что тот хочет; κρατάω; το φέσι – феска /головной убор/; /в кач. определения/ совершенно пьяный).

– Ήρθα να δω πώς είναι (пришел посмотреть, как /тут у вас/), του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα (говорит ему и просовывает голову внутрь)… Τραπέζια, κάπνα (столы, чад; ο καπνός), κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια (какие-то цыпочки танцуют на столах народные танцы, /стучат/ барабаны)… Γενικώς, μπάχαλο (в общем, хаос).

Τρελαίνεται ο τύπος… τι γίνεται εδώ, ρωτά (человек в шоке: «сходит с ума», что тут происходит, спрашивает).

– 'Aσε φίλε, χάλια, – του λέει ο μεθυσμένος (да брось, друг, /все/ плохо, говорит ему пьяный). Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα (ситуация здесь катастрофическая; δραματικός – драматический; трагический). Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια (нас избивают весь день какими-то ужасными хлыстами; το μαστίγιο) και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά (а вечером нас помещают в какие-то ужасные бочки, полные дерьма; το βαρέλι; το σκατό).

– Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος (ты шутишь надо мной, спрашивает умерший; κάνω πλάκα). Εδώ πίνετε και γλεντάτε (вы тут пьете и веселитесь)…

– Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα (э, знаешь, как тут в Греции). Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια (то дерьма нет, то хлысты сломаются)…

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τι κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση. Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

– Να δω, του απαντά εκείνος πώς είναι.

– Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!! Φρίκη! Φρίκη!

Όπου φύγει-φύγει ο ρωμιός… Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει -Ο-ΑΣΗ.

– Ελληνική ανοργανωσιά… μουρμουρίζει…

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους. Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.

– Ήρθα να δω πώς είναι του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα… Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια… Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος… τι γίνεται εδώ, ρωτά.

– 'Aσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

– Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε…

– Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια…

13
Перейти на страницу:
Мир литературы